-->
Φάε..
Πρόσεχε..
Λυπήσου..
Τα είχε ακούσει
ξανά και ξανά,
τόσες φορές.
Ήθελε και αυτή να παλέψει αλλά δεν μπορούσε.
Η θέληση των άλλων δεν άφηνε την δική της να φανεί.
Αγάπησε.
Ένοιωσε.
Πίστεψε.
Θα την βοηθούσε η αγάπη;
Μα, πώς;
Τον εαυτό της αυτή δεν αγαπά,
τι έχει τάχα, να προσφέρει;
Αλλη μία φιγούρα στο παζλ;
Άλλος ένας προστάτης;
Μαζεύτηκαν πολλοί.
Αυτή..
Οι άλλοι..
ΕΚΕΙΝΗ..
Και φυσικά όπου αυτή κι Αυτός.
Ήξερε ότι έπρεπε να παλέψει.
Ήξερε τι ήθελε.
Ήξερε που να φτάσει.
Δεν ήξερε τον τρόπο να νικήσει,
πως να τ’αποκτήσει,
τον δρόμο..
Όλα δύσκολα.
Όλα κοπιώδη.
Όλα δύσβατα.
Μόνο «Ωραία» δεν ένιωθε,
που πάει και στο όνομα της.
Όχι, ‘κείνο το παραμύθι, δεν ήτανε για ‘κείνη.
Και απέναντι, πάντα Αυτός.
Πάντα να κοιτά, με μάτια που καρφώνουν.
Να επικρίνει.
Να αποδοκιμάζει.
Να κατακρεουργεί.
Την όποια υπόνια προσπάθειας να ματαιώνει.
Σαν να Τον έφερνε μαζί της,
σαν καλεσμένος δήθεν, σπουδαίος.
Οι αρμένικες οι βίζιτες, την κούρασαν.
Και αλάτι να ρίξει πίσω απ’την πλάτη Του,ζητεί.
Τον είχε σπάσει κάποιες φορές,
μα πάντα έβρισκε τρόπο να εμφανιστεί.
Στα απλά.
Στο τζάμι.
Στο κουτάλι.
Ακόμα και στο βλέμμα ΕΚΕΙΝΗΣ.
Έκανε αισθητή την παρουσία Του και δεν την άφηνε να
ζησει.
Ζωγράφιζε το σώμα της,
μα στην ψυχή δεν ήξερε ποια χρώματα θα πιάσουν.
Δεν μπορώ να βρω το πώς, έλεγε
Χρειάζεται χρόνος, σκεφτόταν.
ΕΚΕΙΝΗ την είχε αγαπήσει.
Τον εαυτό της όχι ακόμα.
Έλεγε..
Φώναζε..
Μάλωνε..
Μα το είδωλο πίστευε για αλήθεια της.
Μόνο να μπορούσε να δει τον εαυτό της, όπως τον έβλεπε
ΕΚΕΙΝΗ.
Θα τον ελάτρευε, θα έσπαγε κάθε παραμόρφωση.
Θα σκότωνε με την καθάρια της ματιά όλα τα είδωλα του
κόσμου...
ΥΓ: Αφιερωμένο στην Έλενα, και όχι Έλενη,
και στα
δυνατά πόδια που ξέρω ότι έχει.
Σταύρος.