-->
Σε θυμάμαι ακόμα
με εκείνο το άσπρο φορεματάκι.
Τα αδύνατα
μπρατσάκια σου ήταν έξω
και
στους στρογγυλούς ώμους, λεπτές άσπρες τιράντες.
Θυμάμαι
είχες τα μαλλιά λιτά, όπως συνήθως.
Μακριές καστανές
μπούκλες γέμιζαν όλη την μικρή πλατούλα.
Το πρόσωπο
καθαρό, θαρρείς ανέγκηχτο απ’τα κακά.
Ούτε
μαλλιά δεν είχες να πέφτουν, όλα ριγμένα πίσω.
Μόνο κάθε τόσο καμιά
τρελή μπούκλα ξέφευγε.
Με χάρη και τσατίλα την τύλιγες στο δάχτυλο.
Την έβαζες στην θέση της χώνοντάς την στα υπόλοιπα.
Το φόρεμα ήταν κοντό,σαν παρανυφάκι, άσπρο και κοντό.
Λεπτά ποδαράκια και ένα ζευγάρι σανδάλια, τα τουριστικά.
Σχολίασα, θυμάμαι «δεν είναι καιρός ακόμα, κάνει κρύα».
Γέλασες και έκανες εκείνη την έκφραση με τα χείλη σου.
Το μάτι μου έπεσε στα γόνατα σου.
Γδαρμένα συμετρικά, φρέσκιες πληγές,σχεδόν έσταζαν ακόμα.
Σε κοίταξα, έβαλα τα χέρια μου πάνω τους σαν να θέλω να
τα γιατρέψω.
Κατέβασες το κεφάλι, σήκωσες τους ώμους.
Ύψωσες τα μάτια σου σαν να μου λες, «ξέρεις».
Και η αλήθεια είναι αυτή, ήξερα.
Αρχίσαμε να περπατάμε, ο ήλιος ζέσταινε ασυνήθιστα για
την εποχή.
Μια μέσα στον κόσμο, μια μονάχοι μας δίπλα στην βρώμα του
λιμανιού.
Μου μίλαγες και σε άκουγα, πάντα σ’ακούω έστω και αν δεν
σε κοιτώ.
Σε πείραζε να πέρνω το βλέμμα, λες και καλύτερα σε ακούω με
τα μάτια.
Ο ήλιος σε χτυπούσε και ήσουν τόσο όμορφη με τις
γκριμάτσες σου.
Μου είπες για τις πληγές, μα δεν μπορούσες να κρύψεις την
ντροπή σου.
Δεν ήταν η πρώτη φορά και ξέραμε και οι δύο τι έπρεπε να
γίνει.
«Μην μου θυμώσεις» είπες, δεν ήθελες να είμαστε δύο σε
αυτό.
Σου έπιασα το κεφάλι, το έβαλα στον ώμο μου και χάιδεψα
τις μπούκλες σου.
Έπιασα την άκρη του άσπρου νυφικού, να μην ακουμπάει τις
πληγές και σε πονάει.
Σταύρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου