Ήσουν το «ναι»,
ήμουν το «πώς;».
Το
είπες «συγνώμη»,
το έκανα «αντίο».
Θέλω να σ’αγκαλιάσω,
μα δεν
σε φτάνω.
Να σκύψεις να σε
φτάσω, δεν το θέλω
Κι να σκαρφαλώσω
πάνω προσπαθώ.
Ο κορμός σου
λείος και γλιστρώ.
Τα χέρια μακριά
και ακίνητα, κλαδιά.
Ίσα που βλέπω
πάνω πια.
Αυτό το
λίγο πράσσινο των ματιών σου.
Χειμώνας μου εσύ.
Να με ζεστάνεις
δεν πρόλαβες.
Ένας ακόμα λόγος
να απεχθάνομαι τον ήλιο.
Σε πήρε μακρυά.
Βροχές και αέρας.
Τα ανάκατα μαλλιά σου το μαρτυρούνε.
Ανάκατα και κοντοκουρεμένα.
Πώς το έκανες; Μόνο εσύ μπορούσες.
Η εικόνα του
προσώπου σου θολή.
Δεν έχω
συγκρατήσει την μορφή του.
Μόνο το αποτύπωμα
στον ώμο μου,
από τις
φορές που έκλαιγες ακουμπησμένος.
Έχω αρχίσει και
προσέχω πότε σε φέρνω στο νου μου,
κάθε φορά φαντάζεις
πιο μικρός.
Σε μικραίνω λίγο
λίγο κάθε φορά που τριγυρνάς.
Έτσι πρέπει, έτσι
είναι, έτσι πάει.
Ήσουν το «ναι»,
ήμουν το «πώς;».
Το
είπες «συγνώμη»,
το έκανα «αντίο».
Σταύρος