Τετάρτη 3 Ιουλίου 2013

Έτσι είναι, έτσι πάει.

-->
Ήσουν το «ναι»,
ήμουν το «πώς;».
Το είπες «συγνώμη»,
το έκανα «αντίο».

Θέλω να σαγκαλιάσω,
μα δεν σε φτάνω.
Να σκύψεις να σε φτάσω, δεν το θέλω
Κι να σκαρφαλώσω πάνω προσπαθώ.

Ο κορμός σου λείος και γλιστρώ.
Τα χέρια μακριά και ακίνητα, κλαδιά.
Ίσα που βλέπω πάνω πια.
Αυτό το λίγο πράσσινο των ματιών σου.

Χειμώνας μου εσύ.
Να με ζεστάνεις δεν πρόλαβες.
Ένας ακόμα λόγος να απεχθάνομαι τον ήλιο.
Σε πήρε μακρυά.

Βροχές και αέρας.
Τα ανάκατα μαλλιά σου το μαρτυρούνε.
Ανάκατα και κοντοκουρεμένα.
Πώς το έκανες; Μόνο εσύ μπορούσες.

Η εικόνα του προσώπου σου θολή.
Δεν έχω συγκρατήσει την μορφή του.
Μόνο το αποτύπωμα στον ώμο μου,
από τις φορές που έκλαιγες ακουμπησμένος.

Έχω αρχίσει και προσέχω πότε σε φέρνω στο νου μου,
κάθε φορά φαντάζεις πιο μικρός.
Σε μικραίνω λίγο λίγο κάθε φορά που τριγυρνάς.
Έτσι πρέπει, έτσι είναι, έτσι πάει.

Ήσουν το «ναι»,
ήμουν το «πώς;».
Το είπες «συγνώμη»,
το έκανα «αντίο».


Σταύρος                                

Κυριακή 12 Μαΐου 2013

Γαλάζια Μοίρα

-->
Σου είχα πει πως θέλω να ‘μαι θάλασσα,
να με επιθυμείς και να βουτάς.
Ήθελα χαρά να φέρω και σκέψεις να διώξω,
μα το μυαλό παιχνίδια συνέχεια σου στήνει.

Ήλιος, φως, χαμόγελο, παιχνίδι.
Βροχή, ομίχλη, δάκρυ, λογική.
Μεσόγειος εγώ σε όλα μου.
Εσύ Σκανδιναβία, κρύα και τυπική.

Με είπες ήλιο που καίει,
σου είπα θάλασσα να είμαι, να δροσίζω.
Μα στην θάλασσα χωρίς ήλιο δεν βουτάς,
και το λευκό σου δέρμα τον ήλιο δεν αντέχει.

Τώρα νοιώθεις ότι κάηκες.
Το ήξερα οτί τ’αλάτι θα σε τσούξει.
Μα την χαρά δεν πρόλαβες να αισθανθείς.
Και τώρα τρυκιμία έχει σηκώσει.

Τον ήλιο δεν τον θέλησες.
Την θάλασσα εφοβήθηκες.
Καλοκαίρι εσύ ποτέ δεν θα χαρείς.
Χειμώνας θες να μείνεις.

Κυριακή 7 Απριλίου 2013

Το ύστατο χαίρε!

-->
Μνήματα, ταφόπλακες, κεριά.
Κηδεία, τρισάγιο, μνημόσυνο.
Οδύνη, κλάμα, παρηγοριά.

Δίνουμε τόση σημασία στο τέλος.
Το γιορτάζουμε θαρρείς.
Σάμπως δεν φτάνει η απώλεια.
Χρειαζόμαστε και το μνήμα.
Να μας θυμίζει αυτό που λείπει.
Να στέκει εκεί, να μην ξεχνάμε.
Να ανάβουμε κεράκι, κάθε τόσο.

Και η γιορτή;
Αυτή η μάζωξη;
Γιατί να θέλω να το μοιραστώ;
Γιατί ποτέ κανείς δεν άναψε κερί σε όσα χάνει καθημερινά;
Δεν είναι θάνατοι αυτοί;
Δεν θέλουν το κονιάκ τους;

Πένθος, μαύρα, λιβάνι.
Φέρετρο, στεφάνια, ψαλμοί.
Μοιρολόι, θρήνος, αποχαιετισμός.

Μια κηδεία για τα κλεμμένα όνειρα.
Μια για όλες τις ελπίδες που δεν εκπληρώθηκαν.
Μια για τα ανήπωτα τα λόγια.
Μια για τα ειπωμένα, που δεν τηρήθηκαν.
Μια για αυτά που νοιώσαμε.
Και μια για αυτά που δεν νοιώσαμε.

Τα κόλυβα θα φαγωθούνε προς τιμή τους,
αυτά θα είναι απτα καλά.
Ξέρεις, εκείνα που φτιάχνει η βάβω στο χωριό,
αυτά που πέρνουν μόνο οι στενοί.
Όχι με τα ασημένια τα ζαχαρωτά,
 αυτά που μου φύλαγαν σαν ήμουνα παιδί.

Χώμα, κρασί, σιτάρι.
Γέννηση, ζωή, φθορά.
Θάνατος, θάνατος, θάνατος...



Σταύρος                            

Κυριακή 31 Μαρτίου 2013

Η βόλτα...

-->

Σε θυμάμαι ακόμα με εκείνο το άσπρο φορεματάκι.
Τα αδύνατα μπρατσάκια σου ήταν έξω
και στους στρογγυλούς ώμους, λεπτές άσπρες τιράντες.
Θυμάμαι είχες τα μαλλιά λιτά, όπως συνήθως.
Μακριές καστανές μπούκλες γέμιζαν όλη την μικρή πλατούλα.
Το πρόσωπο καθαρό, θαρρείς ανέγκηχτο απτα κακά.
Ούτε μαλλιά δεν είχες να πέφτουν, όλα ριγμένα πίσω.
Μόνο κάθε τόσο καμιά τρελή μπούκλα ξέφευγε.
Με χάρη και τσατίλα την τύλιγες στο δάχτυλο.
Την έβαζες στην θέση της χώνοντάς την στα υπόλοιπα.

Το φόρεμα ήταν κοντό,σαν παρανυφάκι, άσπρο και κοντό.
Λεπτά ποδαράκια και ένα ζευγάρι σανδάλια, τα τουριστικά.
Σχολίασα, θυμάμαι «δεν είναι καιρός ακόμα, κάνει κρύα».
Γέλασες και έκανες εκείνη την έκφραση με τα χείλη σου.
Το μάτι μου έπεσε στα γόνατα σου.
Γδαρμένα συμετρικά, φρέσκιες πληγές,σχεδόν έσταζαν ακόμα.
Σε κοίταξα, έβαλα τα χέρια μου πάνω τους σαν να θέλω να τα γιατρέψω.
Κατέβασες το κεφάλι, σήκωσες τους ώμους.
Ύψωσες τα μάτια σου σαν να μου λες, «ξέρεις».
Και η αλήθεια είναι αυτή, ήξερα.

Αρχίσαμε να περπατάμε, ο ήλιος ζέσταινε ασυνήθιστα για την εποχή.
Μια μέσα στον κόσμο, μια μονάχοι μας δίπλα στην βρώμα του λιμανιού.
Μου μίλαγες και σε άκουγα, πάντα σ’ακούω έστω και αν δεν σε κοιτώ.
Σε πείραζε να πέρνω το βλέμμα, λες και καλύτερα σε ακούω με τα μάτια.
Ο ήλιος σε χτυπούσε και ήσουν τόσο όμορφη με τις γκριμάτσες σου.
Μου είπες για τις πληγές, μα δεν μπορούσες να κρύψεις την ντροπή σου.
Δεν ήταν η πρώτη φορά και ξέραμε και οι δύο τι έπρεπε να γίνει.
«Μην μου θυμώσεις» είπες, δεν ήθελες να είμαστε δύο σε αυτό.
Σου έπιασα το κεφάλι, το έβαλα στον ώμο μου και χάιδεψα τις μπούκλες σου.
Έπιασα την άκρη του άσπρου νυφικού, να μην ακουμπάει τις πληγές και σε πονάει.


       Σταύρος           

Δευτέρα 25 Μαρτίου 2013

Καταιονητήρας


“Νίψον ανομήματα μη μόναν όψιν”.
Δεν θέλω και αρνούμαι.
Τα θέλω όλα εκεί, να μου θυμίζουν.
Δεν ξεπλύθηκα, κι όμως αισθάνομαι πιο καθαρός απο ποτέ.
Θαρρείς και πάει αντίστροφα.
Καθαρό σώμα, βρώμικες σκέψεις.
Βρώμικο σώμα, καθαρές σκέψεις.
Κι όμως δεν υπάρχει βρωμιά πουθενά.
Ούτε στο μυαλό, ούτε στην ψυχή, ούτε στο σώμα.
Όλα σχεδόν διάφανα, λες και λάμπουν.

Δεν λούστηκα, δεν ξεπλύθηκα.
Ήθελα να σε κρατήσω εκεί.
Για λίγο ακόμα. Θυμάσαι;
Ήθελα να σε κουβαλάω, να σε έχω πάνω μου.
Την μυρωδιά σου, ανάμεικτα υγρά και σάλια.
Δικά σου, δικά μου, όλα μαζί εκεί.
Πάνω μου, μέσα μου.
Και σημάδια, πολλά σημάδια.
Μελανιές. Δεν με πόνεσαν.
Ίσως σαν ξημερώσει με πονέσουν.

“Νίψον ανομήματα μη μόναν όψιν”.
Μήτε τα ανομήματα, μήτε την όψη.
24 ώρες μετά...Κράτησα το πένθος.
Όχι, όχι το πένθος.
Κράτησα εσένα, όσο μπορούσα.
Ζεστό νερό, γεμάτη μπανιέρα.
Να ξεπλυθώ, να φύγουν από πάνω μου τα υπολλείματα.
Όχι τα δικά σου, αυτά της αποτρόπαιας πράξης μου.
Να καταστρέψω τις αποδείξεις, ότι προσπάθησα να σε κρατήσω.
Τα σημάδια αρχίζουν και πονάνε, θαρρείς επιτήδες.

Νερό, πολύ νερό, μετά  σαπούνι.
Τρίψιμο, δυνατό. Σάμπως θα φύγουν τα σημάδια;
Ένα τσιγάρο, έτσι για το τελετουργικό.
Και ένα κρασί, γλυκό, κόκκινο, για την χαλάρωση.
Καθαρό εσώρουχο, μυρωδάτη πυτζάμα.
Ύπνος, ύπνος χωρίς σκέψεις.
Χωρίς την μυρωδιά, τα υγρά, τα σάλια.
Τα σημάδια εκεί. Θα φύγουνε και αυτά.
Όσα φαίνονται, πάντα φεύγουν.
Τ’άλλα τα κρυφά; Αυτά τι θα τα κάνω;


  Σταύρος                           

Κυριακή 10 Μαρτίου 2013

Αγαπώ

-->
 
-->
[εξ ων συνετέθη…]


Αγαπώ θα πει χάνομαι.
Άκου! Και δεν το ‘χω πει καν εγώ.

Αγαπώ θα πει, πάω.
Πάω χωρις να με νοιάζει, ούτε πώς ούτε γιατί.

Αγαπώ θα πει, δίνομαι.
Δίνεις και εσύ ό,τι μπορείς από το μερτικό σου.

Αγαπώ θα πει, υποδουλώνομαι.
Νόμιζες θα εξυψωθείς και εσύ, μα αλλιώς είναι στην πράξη.

Αγαπώ θα πει...
Κανείς δεν θα κατηγορήσει αυτή σου την ρακένδυα...

Αγαπώ θα πει, ανασταίνομαι.
Φοβάσαι ότι Λάζαρος δεν θα ‘σαι.

Αγαπώ θα πει, γίνομαι ΕΣΥ.
Και δυο εσύ δεν τα χωράει ο τόπος σου.

Δεν χάθηκες
Δεν πήγες
Δεν δόθηκες
Δεν υποδουλώθηκες
Δεν σιώπησες
Δεν αναστήθηκες
Δεν έγινες

Αγαπώ θα πει, χάνομαι.
Μα που καιρός για να βρεθείς και πάλι;

Αγαπώ θα πει, πάω.
Ο δρόμος άγνωστος και δύσβαστος, ποιός τρέχει τώρα;

Αγαπώ θα πει, δίνομαι.
Αφού δίνεις τα πάντα, τι άλλο μένει;

Αγαπώ θα πει, υποδουλώνομαι.
Γουστάρεις την σκλαβιά ή δήθεν αφεντιλίκι;

Αγαπώ θα πει...
Θα με πιστέψεις τάχα κι αν στα πω;

Αγαπώ θα πει, ανασταίνομαι.
Αντέχεις να πεθάνεις όμως πρώτα;

Αγαπώ θα πει, γίνομαι ΕΣΥ.
Και το εγώ και το εσύ και το εμείς; Πολλά δεν είναι;


Σταύρος                                 


Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2013

Μεγαλώματα...


Χρόνια πολλά!
Δεν θέλω πολλά ρε,
Τα καλά θέλω μόνο.
Τα άλλα πάρ’τα χάρισμα σου...

Γερνάω μαμά, δεν ανησυχώ για το δέρμα,
Ανησυχώ για τις ιδέες και την διαδρομή...
Δεν θα μου στερήσουν τα αρθρητικά το γράψιμο,
Αλλά η απώλεση του νου, αυτήν τρέμω..

Φοβάμαι  μαμά, φοβάμαι μην πάψω να θέλω να σε λέω μαμά.
Φοβάμαι να μην δεν θέλω πια την αγκαλιά σου.
Δεν γερνάει μόνο η Τάνια μαμά.
Δεν θέλω να χαθεί η δροσιά του νου...

Ξέρω, δεν είμαι ο Πήτερ Παν.
Ούτε και θέλω να γίνω,
Αλλά θέλω να μπορώ να γίνομαι.
Να έχω αυτη την επιλογή ρε μαμά.

Δεν το θέλω συνέχει το κουστούμι ρε μαμά..
Θέλω να δείχνω αδιάκριτα.
Να κοιτάω ξεδιάντροπα
Να γελάω γκαγκανιστά...

Θέλω να βρω μαμά, δυο μάτια.
Εκείνα που όχι μόνο δεν θα ντρέπονται όταν είμαι παιδί
Αλλά ίσως να βγάζουν και ένα φως.
Όταν γελάω δυνατά, όταν κοιτάω αθώα, όταν ντρέπομαι...

Έρχονται «εκείνα» τα χρόνια μαμά.
Οι αγκαλιές και τα φιλιά δεν θα γιατρεύουνε τα πάντα.
Δεν θα πιάνουν τα νανουρίσματα και οι ιστορίες.
Μεγαλώνω ρε μαμά, γιατί με αφήνεις να μεγαλώνω;


Σταύρος